- ατέρμονας
- [атэрмонас] επ. бесконечный
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ἀτέρμονας — ἀτέρμων without bound masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)